-
1 απολακτιζω
1) брыкаться(ἀμφοτέροις Luc.)
2) отбрасывать с презрением, отвергать(λέχος τὸ Ζηνός Aesch.; τὰ καλὰ πάντα Plut.)
3) отгонять, стряхивать с себя(ὕπνον Aesch.)
См. также в других словарях:
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek